ΥΛΗ ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ Α’ ΤΕΤΡΑΜΗΝΟΥ Γ’ ΛΥΚΕΙΟΥ
Ύλη Απολυτηρίων Εξετάσεων Γ’ Λυκείου – 2015
1. Τι είναι “ηθικός προβληματισμός”;
Ο προβληματισμός, λοιπόν, σχετικά με το τι είναι “σωστό” και τι “λάθος”, τι είναι “καλό” και τι “κακό” στις απόψεις, στις ενέργειες, στη στάση και στη συμπεριφορά του ανθρώπου είναι ο ηθικός προβληματισμός.
2. Ποιο είναι το όραμα της Εκκλησίας;
Με τη σάρκωση Του ο Χριστός προσέλαβε την ανθρώπινη φύση, για να κάνει τον άνθρωπο κοινωνό της θείας ζωής.
Με την Ανάσταση Του νίκησε το θάνατο. Το ανθρώπινο σώμα Του εγέρθηκε υλικό, αλλά “αναβαθμισμένο”: είναι πλέον άφθαρτο. Για το σώμα αυτό, ο θάνατος έχει καταργηθεί
Η αναστημένη ανθρώπινη φύση Του λειτουργεί στη συνέχεια, μέσα στην ιστορία, σαν “μαγιά”. Γίνεται τροφή και φάρμακο θεία ευχαριστία), για να μπολιάσει και να ανακαινίσει σιγά σιγά την δημιουργία.
Αυτή η πορεία (η οποία ούτε ατρικύμιαστη είναι, ούτε αυτόματα μπορεί να γίνει, αφού χρειάζεται την ελεύθερη συνέργεια του ανθρώπου) θα ολοκληρωθεί στα Έσχατα, για τα οποία το μέλος της Εκκλησίας δηλώνει:
3. Τι είναι δόγμα;
Δόγμα είναι η καταγραφή αληθειών που της έχουν αποκαλυφθεί και, ταυτόχρονα, η συμπύκνωση ενός τρόπου ζωής. Οι δογματικοί ορισμοί, δηλαδή, είναι καταγραφή της αποκεκαλυμμένης αλήθειας, την οποία η Εκκλησία ήδη τη ζει και προ της καταγραφής της. Όταν η Εκκλησία αποφαίνεται δογματικώς, μαρτυρεί γι’ αυτό που τη δομεί και τη ζωοποιεί.
4. Ποια είναι η σημασία του Τριαδικού δόγματος για τον άνθρωπο;
Αν είναι κάτι που ο πιστός καλείται να το δεχτεί απλώς λεκτικά ή εγκεφαλικά, τότε δεν φαίνεται ότι θα άλλαζε κάτι στη ζωή του ανθρώπου, αν τη θέση αυτού του δόγματος την έπαιρνε λ.χ. η αποδοχή ενός μονοπρόσωπου θεού. Αν δούμε, όμως, το δόγμα ως διατύπωση της εκκλησιαστικής εμπειρίας και ως μοντέλο τρόπου ζωής, θα βλέπαμε το εξής: Ο Θεός του Χριστιανισμού είναι Τριάδα, τρία Πρόσωπα ισότιμα μεταξύ τους, και το καθένα μοναδικό κι ανεπανάληπτο. Ο Θεός του Χριστιανισμού δεν είναι μια μοναχική ύπαρξη είναι μια αγαπητική συντροφιά αδιάκοπη και άφθαρτη. Καλώντας, λοιπόν, η Εκκλησία τον άνθρωπο να δημιουργήσει σχέση με το Θεό, τον καλεί να γίνει κοινωνός του τρόπου ζωής του Θεού. Να βιώσει, δηλαδή, ως καθημερινό τρόπο ζωής την αγάπη, την ισότητα, τη μοναδικότητα του καθενός και τη συνύπαρξη όλων. Ο Χριστιανός που σοβαρολογεί για την πίστη του σε Θεό Τριαδικό, δεν μπορεί να εγκολπωθεί ούτε τον ατομικισμό, ούτε και τη μαζοποίηση του ανθρώπου, των κοινωνιών και των πολιτευμάτων του.
5. Τι είναι οι εντολές;
Οι εντολές, δηλαδή, δεν είναι ποινικοί νόμοι που αν παραβιαστούν θα επιβληθεί κάποια ποινή από κάποιον θεό δικαστή, αλλά μάλλον ιατρικές οδηγίες, όπως π.χ. η οδηγία ότι ο οργανισμός του ανθρώπου χρειάζεται νερό. Από κει και πέρα αρχίζει η προσωπική ευθύνη του καθενός.
6. Τι είναι πνευματικός άνθρωπος;
Πνευματικός, είναι εκείνος του οποίου ολόκληρη η ύπαρξη (ψυχή και σώμα, σκέψη και βούληση, επιθυμία και πράξη) διαποτίζεται από την παρουσία του Αγίου Πνεύματος και απ’ αυτό ενισχύεται στον αγώνα του.
7. Τι είναι τα μυστήρια;
Τα Μυστήρια της Εκκλησίας είναι δρόμοι βίωσης της παρουσίας του Θεού εδώ και τώρα, και πρόγευση της οριστικής παρουσίας του και της ανακαίνισης του σύμπαντος που θα πραγματοποιηθεί στα Έσχατα. Με τη συμμετοχή στα Μυστήρια η συνάντηση του ανθρώπου και της κτίσης με τον Θεό είναι πραγματική κι όχι συμβολική ή συναισθηματική. Π.χ. στη θεία Ευχαριστία ο άνθρωπος έχει αληθινά τη δυνατότητα να φάει και να πιει την αναστημένη σάρκα και το αίμα του Χριστού. Κάθε άνθρωπος ενώνεται με τον Χριστό, αλλά και με όλους τους ανθρώπους που τρέφονται μ’ αυτό το κοινό φάρμακο, τη θεία Κοινωνία, που είναι φάρμακο αθανασίας.
8. Ποια είναι η θέση της Εκκλησίας για το σώμα του ανθρώπου;
Ο Χριστιανισμός θεώρησε τον άνθρωπο ως ενιαία ψυχοσωματική οντότητα. Το σώμα δεν είναι απλώς “περιτύλιγμα”, αλλά στοιχείο της ίδιας της ταυτότητας του ανθρώπου. Οι ανθρώπινες λειτουργίες είναι ψυχοσωματικές, εκδηλώσεις της ενότητας του ανθρώπινου προσώπου. Στην Αγία Γραφή το σώμα, ως δημιούργημα του Θεού, είναι κι αυτό “καλόν λίαν”. Ο άνθρωπος πλάθεται “κατ’ εικόνα Θεού” ως ενιαία ύπαρξη κι έτσι ζούσε στην προπτωτική κατάσταση. Η αποσύνθεση του, ο τεμαχισμός του σε σώμα και σε ψυχή πρωτοέγινε με το προπατορικό αμάρτημα,με την απομάκρυνσή του, δηλαδή, από το Θεό και την υποδούλωσή του στη φθορά και το θάνατο, σαν κάποιον που απομακρύνθηκε από τη ζεστασιά, με συνέπεια να κρυώσει και να υποκύψει σε ασθένειες. Για το Χριστιανισμό, λοιπόν, αυτό που πρέπει να καταργηθεί δεν είναι το σώμα, αλλά η φθορά του. Με τη σάρκωσή του ο Χριστός, θέλοντας να σώσει τον πλήρη άνθρωπο, προσέλαβε ολόκληρη την ανθρώπινη φύση, και ψυχή και σώμα. Κανένα ανθρώπινο στοιχείο δεν έμεινε έξω από αυτή την πρόσληψη, πλην, βεβαίως, της αμαρτίας, αφού αυτή αποτελεί παραφθορά κι όχι δομικό στοιχείο της ανθρώπινης ύπαρξης. Η Ανάσταση του Χριστού αποτελεί το υπόδειγμα και την προτύπωση της πορείας όλου του ανθρώπινου γένους. Ο σταυρικός του θάνατος και ο χωρισμός ψυχής και σώματος δεν ήταν το τέρμα. Ο Χριστός αναστήθηκε ενσώματος. Το αναστημένο του σώμα δεν έπαψε να είναι υλικό, ήταν όμως πλέον απαλλαγμένο από τη φθορά και από κάθε αναγκαιότητα (στις εμφανίσεις του αναστάντος Χριστού στους μαθητές του, π.χ., τα ευαγγέλια δείχνουν πως έφαγε μεν για να βεβαιώσει τους μαθητές για τη σωματικότητά του, δε χρειαζόταν όμως να φάει για να επιβιώσει – βλ. Λουκ. 24: 42, Ιω. 21: 12-15). Αυτό, λοιπόν, που οραματίζεται η Εκκλησία, δεν είναι η κατάργηση του σώματος, αλλά η αφθαρτοποίησή του. Στη ζωή της Εκκλησίας το σώμα γίνεται “ναός του Αγίου Πνεύματος” (Α’ Κορ. 6: 19). Με την άσκηση ελευθερώνεται από τα πάθη – κυρίως από τον ατομοκεντρισμό και γίνεται δεκτικό της χάριτος του Θεού.
Μέσα στη ζωή της Εκκλησίας όμως η άσκηση ελευθερώνει το σώμα από τα φθοροποιά πάθη – όχι τον άνθρωπο από το σώμα του. Πολύ εύστοχα επεσήμανε ένας ασκητής της ερήμου, ο Αββάς* Ποιμήν, ότι “εμείς οι Χριστιανοί δεν διδαχτήκαμε να’μαστέ σωματοκτόνοι, αλλά παθοκτόνοι”.
9. Ποια είναι η θέση της Εκκλησίας για τη σχέση των δύο φύλων;
Ο άνθρωπος είναι ένα ον με δύο διαφορετικά φύλα, καθένα από τα οποία έχει τα δικά του χαρακτηριστικά, σωματικά και ψυχικά. Πλήρης άνθρωπος δεν είναι ο άντρας από μόνος του ούτε η γυναίκα από μόνη της, αλλά το ζευγάρι. (θα γίνουν οι δυο τους ένας άνθρωπος), λέει η Αγία Γραφή.
Η Εκκλησία εξ αρχής τόνισε ότι τα δύο φύλα είναι ισότιμα. Ο Παύλος είχε επισημάνει ότι με το έργο του Χριστού που προσέφερε σωτηρία σε όλο το ανθρώπινο γένος, και με τη δυνατότητα όλων να γίνουν μέλη του Σώματος του Χριστού, καταργήθηκε η ανισότητα άντρα και γυναίκας :
Αυτό το κήρυγμα ισονομίας υπήρξε επαναστατικό. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος (4ος αι.) καυτηριάζοντας αντιλήψεις που παραχωρούσαν στον άντρα το δικαίωμα να μοιχεύει, ενώ τιμωρούσαν αυστηρά τη γυναίκα για την ίδια πράξη, κάνει μια εντυπωσιακή κριτική στο κοινωνικό και νομικό κατεστημένο: “Δεν δέχομαι αυτή τη νομοθεσία, κι ούτε επαινώ αυτή τη συνήθεια. Άντρες έφτιαξαν τους νόμους, και γι’ αυτό στρέφεται εναντίον των γυναικών η νομοθεσία”.
Πηγή και του θείου έρωτα (του ανοίγματος προς τον Θεό) και του ανθρώπινου έρωτα (του ανοίγματος προς τον άνθρωπο) είναι ο ίδιος ο τρόπος ύπαρξης του Θεού, που είναι αγαπητική κοινωνία προσώπων και που σαρκώθηκε από τον πόθο ένωσής του με τον άνθρωπο2.
Για την Εκκλησία, αυτή η προσωπική, ερωτική κοινωνία πραγματώνεται στο μυστήριο του γάμου. Αυτό το μυστήριο είναι κάτι που όντως αφορά την ίδια την ύπαρξη του ανθρώπου και τον δεσμό του.
Η Εκκλησία επιθυμεί όχι την κατάργηση του αληθινού έρωτα, αλλά – ακριβώς επειδή δέχεται την ομορφιά και τη σπουδαιότητά του – την αφθαρτοποίησή του, το μπόλιασμά του στην πηγή της Ζωής. Αυτό απεργάζεται το μυστήριο του γάμου. Εισάγει τους δύο ανθρώπους, όχι ως μεμονωμένα άτομα αλλά ως ζευγάρι, ως σχέση μοναδικών κι ανεπανάληπτων προσώπων, στο Σώμα του Χριστού. Είναι σημαντικό το γεγονός ότι το μυστήριο του γάμου εντάσσει το ζευγάρι μέσα σε μια κοινότητα. Το μυστήριο του γάμου είναι για το ζευγάρι η έναρξη μιας πορείας, ενός συνειδητού αγώνα, μιας διαρκούς άσκησης στην αγάπη. Αυτό φαίνεται έντονα και από το απόσπασμα της επιστολής του Παύλου που διαβάζεται στην ιερολογία του γάμου (Εφεσ. 5,20-33), όπου ο γάμος παραλληλίζεται προς τη σχέση του Χριστού με την Εκκλησία και επισημαίνεται το χρέος αμοιβαίας αγάπης και φροντίδας.
10. Τί διδάσκει η ορθόδοξη Εκκλησία για την οικογένεια, τη δημιουργία και το σκοπό της στη ζωή των χριστιανών;
- Για την Εκκλησία η οικογένεια καλείται να δομηθεί πάνω σε δυο θεμελιώδεις άξονες:
1. Στην αγαπητική συνύπαρξη. Η οικογένεια στην ορθόδοξη διδασκαλία (οφείλει να) είναι ουσιαστική συνύπαρξη, δηλαδή αγαπητική (συμ)μετοχή από κοινού σε όλα τα γεγονότα της ζωής – στη γέννηση ενός νέου μέλους της και στον θάνατο άλλου, στις χαρές του ενός και στις οδύνες του άλλου, κ.ο.κ. - Στη μοναδικότητα του κάθε προσώπου. Στη συνύπαρξη αυτή, κανένα μέλος (είτε μεγάλο είτε μικρό σε ηλικία) δεν απορροφάται σε μια απρόσωπη μάζα, ούτε ζει στη σκιά άλλου. Η οικογένεια είναι το εργαστήρι όπου η προσωπικότητα του καθενός, μοναδική κι ανεπανάληπτη, αναδεικνύεται και καλλιεργείται με αγάπη, σεβασμό και αμοιβαιότητα.
Η οικογένεια είναι ο χώρος ενός θαυμαστού πειράματος: της εφαρμοσμένης αγάπης και ελευθερίας, που είναι ουσιώδη χαρακτηριστικά της ίδιας της Εκκλησίας.
- Η μεταξύ των συζύγων αγάπη είναι το θεμέλιο των ενδοοικογενειακών σχέσεων και το καλύτερο, έμπρακτο παράδειγμα για τα παιδιά. Η γέννηση των παιδιών (οφείλει να) είναι καρπός της συζυγικής αγάπης, κι όχι κάτι άλλο, π.χ. απεγνωσμένη προσπάθεια να αποκτήσει νόημα στη ζωή του ένας άνθρωπος, που δε βρίσκει νόημα στον ίδιο του τον συζυγικό δεσμό και στο πρόσωπο του συντρόφου του. Σ’ αυτή την περίπτωση δημιουργούνται προβληματικές εξαρτήσεις του γονιού από το παιδί, και αντίστροφα, που εμποδίζουν την ανάπτυξη της προσωπικότητας.
- Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος υπογραμμίζει ότι το κεφαλαιώδες δεν είναι η τεκνογονία (αυτό είναι κυρίως μια βιολογική λειτουργία που μπορεί να γίνει και ανεπίγνωστα, όπως στα ζώα), αλλά η τεκνοτροφία, η σωστή διαπαιδαγώγηση1. Και στην ιερολογία του γάμου ακούμε τον Παύλο να επισημαίνει ότι, προκειμένου να κάνει κάποιος έναν υγιή γάμο, καλείται να αφήσει τους γονείς του και να ενωθεί με τον σύντροφο του (Εφεσ.5:31).
Από την άλλη, τα παιδιά είναι νεαρές υπάρξεις που έχουν ανάγκη την πείρα των γονιών τους, δίχως να έχουν την εγωιστική ψευδαίσθηση ότι όλα και όλοι γύρω τους υπάρχουν για να είναι δικοί τους υπηρέτες. Και η αποσύνδεση που προαναφέραμε, σε καμία περίπτωση δε σημαίνει έλλειψη σεβασμού ή έχθρα προς τους γονείς. Την αμοιβαιότητα που πρέπει να υπάρχει, την επεσήμανε ο απόστολος Παύλος που ζήτησε από τα παιδιά να τιμούν τους γονείς τους, κι από τους γονείς να μην παροργίζουν τα παιδιά τους (Εφεσ. 6: 1-4). Το ποθούμενο είναι να οικοδομηθεί μια σχέση διαλόγου.
11. Ποια είναι η σχέση του χριστιανού μπροστά στον θάνατο;
Ο Χριστός θα εμφανιστεί στη Δευτέρα Παρουσία Του ως φως και φωτιά. Όσοι δεν τον αποδέχονται κολάζονται, αυτοτιμωρούνται, τυφλώνονται μπροστά στο φως από τη λάμψη του Ήλιου της Δικαιοσύνης. “Κανέναν δεν κολάζει ο Θεός, αλλά καθένας διαλέγει για τον εαυτό του αν θέλει να επικοινωνήσει με το Θεό”, γράφει ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Όσοι όμως άνθρωποι ζουν με την προσδοκία της Ανάστασης και ποθούν να δουν το Θεό “πρόσωπον πρός πρόσωπον” θα ζουν και θα χαίρονται το φως Του στη λαμπρότητα της Βασιλείας του Θεού στην αιωνιότητα.2. Για το συνειδητό χριστιανό η Ανάσταση είναι το τέλος αυτής της ζωής και έχει διπλή σημασία. “Τέλος” σημαίνει το τέρμα, αλλά και το σκοπό, το στόχο. Δε ζούμε για να πεθάνουμε, πιστεύει ο χριστιανός, αλλά ζούμε για να αναστηθούμε εκ νεκρών και σωματικά. Ο θάνατος είναι η προτελευταία πράξη του δράματος της ζωής μας ως εκκλησιαστικών ανθρώπων.
Αυτή είναι η χριστιανική πίστη σε μια μόνο φράση. Όλα τα άλλα προέρχονται από την αναστάσιμη πίστη, σχετίζονται μ’ αυτήν και φωτίζονται από αυτήν.
3. Πιστεύουμε στον Χριστό ως Θεάνθρωπο, τέλειο Θεό και τέλειο άνθρωπο,Υιό και Λόγο του Θεού Πατρός, που ενανθρώπησε για να θεωθεί ο άνθρωπος, να φτάσει σε μια κατάσταση πνευματικής τελειότητας, να γίνει άγιος, Θεός, όχι κατά φύση αλλά κατά χάρη, δηλαδή όχι κατά την ουσία αλλά μετέχοντας στις ενέργειες του Θεού.
Κυρίως πιστεύουμε στην Ανάσταση του Χριστού που δια του θανάτου κατάργησε το θάνατο και χάρισε ζωή σ’ όσους βρίσκονται μέσα στα μνήματα, σύμφωνα με το αναστάσιμο τροπάριο. Παρόμοια και στην εκκλησιαστική μας ύπαρξη παίρνουμε ζωή από το Χριστό, που ζει μέσα στην Εκκλησία και κοινωνείται σε κάθε λειτουργία στη θεία ευχαριστία, τη “θεία κοινωνία” δια της οποίας γινόμαστε “μέτοχοι ζωής αιωνίου”.
4. Το Σύμβολο της Πίστεως (“Πιστεύω”) τελειώνει προβάλλοντας την αρχή της χριστιανικής πίστης: ο άνθρωπος είναι ψυχοσωματική ενότητα: δεν είναι μόνο ψυχή ούτε μόνο σώμα, αλλά ενότητα σώματος και ψυχής. Γι’ αυτό η Εκκλησία δε χρησιμοποίησε στο “Σύμβολο της Πίστεως” την έκφραση “ανάστασις σαρκός” ή “ανάστασις ψυχής” αλλά “ανάστασις νεκρών”, που περιλαμβάνει τον όλο άνθρωπο.Η ανάσταση είναι η επιβεβαίωση της τελικής, οριστικής και ακατάλυτης νίκης της ζωής επί του θανάτου.