Κυριακοδρόμιο – Αποστολικό και Ευαγγελικό Ανάγνωσμα της 24/11/2013

Κυριακή ΙΓ! Λουκά (Το αποστολικό ανάγνωσμα)

 Πρωτ. π. Γεωργίου Δορμπαράκη

῾Ὅσοι γάρ εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε᾽
(Γαλ. 3, 27 )

α. Τή σημασία τοῦ βαπτίσματος ἐν Χριστῷ τονίζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος μέ τόν παραπάνω λόγο του ἀπό τήν πρός Γαλάτας ἐπιστολή του. ῾Ο ἀπόστολος σημειώνει ὅτι ὁ σκοπός τῆς ἐπί γῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου ἦταν ἡ ἐπανάκτηση ἀπό τόν ἄνθρωπο τοῦ μεγαλειώδους προορισμοῦ πού ὁ Δημιουργός ἀπαρχῆς τοῦ εἶχε θέσει: τό καθ᾽ ὁμοίωσιν ᾽Εκείνου, κάτι πού ὁ ἄνθρωπος ὁριστικά ἀπώλεσε μετά τήν πτώση του στήν ἁμαρτία, μαζί μέ τή ζόφωση πού ὑπέστη καί ἡ ἴδια ἡ κατ᾽ εἰκόνα Θεοῦ πλάση του. ῾Ο Κύριος μέσα στά πλαίσια ὅμως τῆς ἄπειρης ἀγάπης Του οἰκονομεῖ τά πράγματα ἔτσι ὥστε ὁ ἄνθρωπος καί πάλι νά ἀποκατασταθεῖ, ἀρχῆς γενομένης μέ τήν ἐκλογή τοῦ λαοῦ τοῦ ᾽Ισραήλ καί τόν Νόμο πού τούς δίδει διά τοῦ Μωϋσέως – ἡ ἐποχή τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. ῾Ο Νόμος αὐτός πού λειτουργοῦσε ὡς φύλακας καί παιδαγωγός τοῦ ἀνθρώπου τελείωσε τήν ἀποστολή του, ὅταν ἦλθε ὁ ῎Ιδιος στόν κόσμο, ῾γενόμενος ὑπό γυναικός, γενόμενος ὑπό νόμον᾽, πού σημαίνει ὅτι καί πάλι δόθηκε ἡ δυνατότητα τῆς υἱοθεσίας ἀπό τόν Θεό γιά τόν ἄνθρωπο. ῾῞Ινα τήν υἱοθεσίαν ἀπολάβωμεν᾽. Κι αὐτή ἡ υἱοθεσία περνᾶ μέσα ἀπό τό κατά Χριστόν βάπτισμα, μέ τό ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος ἐνδύεται πιά ὡς υἱός τοῦ Θεοῦ τόν ἴδιο τόν Χριστό. ῾῞Οσοι γάρ εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε᾽.

β. 1. Τό βάπτισμα ἐνδύει τόν ἄνθρωπο μέ τόν Χριστό. Δέν πρόκειται λοιπόν, ὅταν μιλᾶμε γι᾽ αὐτό, περί ἑνός ἁπλοῦ κοινωνικοῦ γεγονότος, στό ὁποῖο καλοῦνται οἱ συγγενεῖς τοῦ βαπτιζομένου, μεγάλου ἤ νηπίου στήν ἡλικία – ἡ ᾽Εκκλησία μας δέχθηκε ἀπό πολύ νωρίς τόν νηπιοβαπτισμό, διότι τό νήπιο δέν θεωρεῖται ἀρνητικό στή λήψη τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ – γιά νά ῾διασκεδάσουν᾽ μέ τά τεκταινόμενα• οὔτε περί ἑνός ῾μαγικοῦ᾽ τελετουργικοῦ, κατά τό ὁποῖο μέ λόγια καί νερό θά ξορκίσει κανείς κάποιο κακό. Μία τέτοια κατανόηση ὡς ἁπλοῦ κοινωνικοῦ γεγονότος ἤ περίεργου τελετουργικοῦ παραπέμπει εἴτε γιά τήν πρώτη περίπτωση σέ κοινωνία ἀθέων, πού τά πάντα ἀντιμετωπίζονται ἰσοπεδωτικά ἀπό τήν ξερή ἀνθρώπινη λογική, ἡ ὁποία θεωρεῖται κριτήριο ὅλων, εἴτε γιά τή δεύτερη σέ θρησκεῖες καί θεοσοφίες, πού λειτουργοῦν ὑπό τήν ἐπήρεια πονηρῶν πνευμάτων καί πού τίς κατήργησε βεβαίως ὁ Χριστός μέ τόν ἐρχομό Του.
Τό ἐν Χριστῷ βάπτισμα ἐνσωματώνει τόν ἄνθρωπο στόν ἴδιο τόν Κύριο, καθιστώντας αὐτόν μέλος ᾽Εκείνου. Συνιστᾶ συνεπῶς μία κατεξοχήν χαρισματική πράξη τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο, ἡ ὁποία θεμελιώνεται στόν ἐρχομό Του ἐν προσώπῳ ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ. ῾Ο ἐνανθρωπήσας Θεός δηλαδή, ὁ Κύριος, ἐρχόμενος στόν κόσμο γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου δίδει τήν ἀπόλυτη καί ἀποτελεσματική ὤθηση στόν ἄνθρωπο νά σωθεῖ, κάνοντάς τον κομμάτι τοῦ ἑαυτοῦ Του, ἐντάσσοντάς τον δηλαδή μέσα στήν ἀνθρώπινη φύση Του. ῾᾽Εγώ εἰμι ἡ ἄμπελος, ὑμεῖς τά κλήματα᾽. ῎Αν ὁ Κύριος ἐρχόταν μόνο γιά νά κηρύξει τήν ἀποκατάσταση τοῦ ἀνθρώπου, κρίνοντας τόν ἄνθρωπο γιά τήν ἁμαρτία του καί καλώντας τον νά τήν ὑπερβεῖ ἀπό μόνος του, δέν θά διέφερε ἀπό τούς ἄλλους προφῆτες πού ὁ ῎Ιδιος ἔστελνε στήν Παλαιά Διαθήκη. Θά ἦταν καί Αὐτός ἕνας προφήτης ἀλλά ὄχι Σωτήρας. Κι ἴσως θά παρουσιαζόταν ἔτσι ὡς τύραννος καί δυνάστης καί ἀπάνθρωπος, δεδομένου ὅτι θά ζητοῦσε ἀπό τόν ἄνθρωπο δυνάμεις πού ἐκ τῶν πραγμάτων ἐκεῖνος λόγω τοῦ τραύματος τῆς ἁμαρτίας δέν εἶχε. ῾Ο Κύριος ὅμως εἶναι φιλάνθρωπος καί ἡ ἀγάπη Του γιά τά πλάσματά Του εἶναι δεδομένη. Καί πάλι τονίζουμε: ἦλθε στόν κόσμο καί προσέλαβε τόν ἄνθρωπο καθ᾽ ὁλοκληρίαν, πλήν τῆς ἁμαρτίας του. Καί γενόμενος ὁ ῎Ιδιος πραγματικός ἄνθρωπος, χωρίς νά παύσει ποτέ νά εἶναι καί τέλειος Θεός, δίδει στόν πεσμένο λόγω τῆς ἁμαρτίας ἄνθρωπο τή χάρη τοῦ Πνεύματός Του, ὤστε διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος νά γίνει ἕνα μέ Αὐτόν. ῞Ο,τι ὁ ἄνθρωπος ἔχασε διά τῆς ἁμαρτίας μπορεῖ πιά ἐν Χριστῷ πολλαπλασίως νά τό ἀποκτήσει καί πάλι.

2. ᾽Από τήν ἄποψη αὐτή τό βάπτισμα εἶναι μία νέα γέννηση γιά τόν ἄνθρωπο. Γεννιέται μέσα σ᾽ αὐτόν ὁ Χριστός καί ἀρχίζει ὁ καινούργιος αὐτός ἄνθρωπος νά λειτουργεῖ στόν κόσμο ὡς ἄλλος Χριστός. Κι εἶναι αὐτή ἡ γέννα ἡ πολιτογράφηση τοῦ ἀνθρώπου στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. ῾᾽Εάν μή τις γεννηθῇ ἐξ ὕδατος καί Πνεύματος οὐ δύναται εἰσελθεῖν εἰς τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ᾽ εἶπε ὁ Κύριος. ῾Η μαρτυρία τοῦ ἀποστόλου Παύλου ὅτι ῾ζῶ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ ἐν ἐμοί Χριστός᾽ ἀποτελεῖ τή μαρτυρία καί κάθε πιστοῦ χριστιανοῦ, ὁ ὁποῖος συνειδητοποιεῖ χάριτι Θεοῦ ὅτι διά τοῦ ἀγίου βαπτίσματος ἔγινε ἕ ν α μέ τόν Κύριο, τόν ῾Οποῖο ἐνδύθηκε καί στήν ψυχή καί στό σῶμα. Τά πάντα σ᾽ αὐτόν δηλαδή σφραγίστηκαν ἀπό τόν Κύριο καί τό ῞Αγιο Πνεῦμα καί ἔτσι τό σῶμα του ἔγινε χριστο-σῶμα καί ἡ ψυχή του χριστο-ψυχή. ῾Οὐκ οἴδατε ὅτι τά σώματα ὑμῶν μέλη Χριστοῦ ἐστι;… Δοξάσατε δή τόν Θεόν ἐν τῷ σώματι ὑμῶν καί ἐν τῷ πνεύματι ὑμῶν, ἅτινά ἐστι τοῦ Θεοῦ᾽ θά φωνάξει μέ δύναμη καί πάλι ὁ ἴδιος ἀπόστολος. Κι ὅταν, γιά νά κάνουμε ἕνα μεγάλο ἅλμα στόν χρόνο καί νά φτάσουμε στή σημερινή ἐποχή, ὁ μεγάλος Σέρβος θεολόγος καί ὅσιος πιά π. ᾽Ιουστίνος Πόποβιτς γράφει ὅτι οἱ αἰσθήσεις ὅλες τοῦ χριστιανοῦ εἶναι χριστο-αισθήσεις, τί ἄλλο προϋποθέτει ἀπό αὐτήν ἀκριβῶς τήν ἄπειρη δωρεά τοῦ Χριστοῦ στό πλάσμα Του, νά τό κάνει δηλαδή μέλος καί τμῆμα δικό Του;
Οἱ ἅγιοι Πατέρες μας ἔχουν ἀναπτύξει ἐπ᾽ ἀρκετόν τή θεολογία τοῦ ἁγίου βαπτίσματος καί τοῦ συνδεδεμένου μέ αὐτό ἁγίου χρίσματος. Κι ἀκριβῶς τά ἐννοοῦν μέ τήν παραπάνω εἰκόνα πού ἀποκαλύπτει ὁ Κύριος, τῆς γέννησης τοῦ ἀνθρώπου. ῞Ενας ἄνθρωπος γεννιέται, ἀρχίζει ὡς ζωντανό ὄν νά κινεῖται, ζητάει τροφή γιά νά ζήσει καί νά αὐξηθεῖ. Κατά τόν ἴδιο τρόπο καί ἡ νέα ἐν Χριστῷ γέννηση: ὁ ἄνθρωπος γεννιέται ἐν Χριστῷ διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος, ἀρχίζει νά κινεῖται ὡς ζωντανή ὕπαρξη διά τῶν χαρισμάτων πού δίνει σ᾽ αὐτόν τό ἅγιο χρίσμα, τρέφεται καί αὐξάνεται διά τῆς πνευματικῆς τροφῆς τῆς θείας Κοινωνίας, τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Κι ἀμέσως κατανοοῦμε ἔτσι πόσο τό βάπτισμα, τό χρίσμα, ἡ θεία εὐχαριστία εἶναι ἀπολύτως συνδεδεμένα μεταξύ τους.

3. Οἱ ἅγιοι ὅμως μέ τά μετασκευασμένα ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ μάτια τους μᾶς δίνουν τή δυνατότητα νά ἐννοήσουμε, ὅσο εἶναι δυνατό, τό τί διαδραματίζεται στό μυστήριο τοῦ βαπτίσματος, κάτι πού τό ῾παρακολουθοῦμε᾽ καί στήν ἴδια τήν τέλεσή του. Κι αὐτό πού μᾶς λένε εἶναι ὅτι ὁ βαπτιζόμενος γίνεται μέλος Χριστοῦ, καθώς ἡ χάρη τοῦ Πνεύματός Του ἐνοικεῖ στό βάθος τῆς καρδιᾶς τοῦ βαπτιζομένου, ἐξορίζοντας ταυτόχρονα τήν ἐνέργεια σ᾽αὐτήν τοῦ Πονηροῦ – πρό τοῦ βαπτίσματος συνέβαινε τό ἀντίστροφο: ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ἐνεργοῦσε ἐξωτερικά καί ἡ ἐνέργεια τοῦ Πονηροῦ ἐσωτερικά. Μιλᾶμε λοιπόν γιά τήν κάθαρση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό προπατορικό λεγόμενο ἁμάρτημα, τό ὁποῖο φέρει κάθε ἄνθρωπος ἐρχόμενος στόν κόσμο, ὄχι ὡς βάρος ἐνοχῆς, ἀλλ᾽ ὡς ροπή ἀναγκαστική πρός τό κακό, δηλαδή πρός τήν ἐγωϊστική ζωή καί συμπεριφορά, μέ τά ἀποτελέσματα τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου. ῾Η χάρη αὐτή ἀπό τήν ἐνοίκηση τοῦ Χριστοῦ στόν ἄνθρωπο δέν καταργεῖ ἀσφαλῶς τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά τόν ὁδηγεῖ στό ἀφετηριακό σημεῖο νά μπορεῖ νά πορευτεῖ μέ ὑπακοή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, συνεπῶς χωρίς τήν ἀναγκαστικότητα τῆς ἁμαρτίας. Μέ ἄλλα λόγια ὁ πιστός διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος ἐλεύθερος ἔχει τή δυνατότητα, μέ τήν ἐνίσχυση πιά τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ, νά ἁγιασθεῖ καί νά φωτισθεῖ καί νά θεωθεῖ. ᾽Αντιστοίχως ὅμως ἔχει τή δυνατότητα καί ἄρνησης τῆς χάρης αὐτῆς: νά πορευτεῖ καί πάλι πρός τό κακό, μόνος αὐτός ὑπεύθυνος συνεπῶς καί γιά τήν ἐν Θεῷ προκοπή του καί γιά τή δαιμονοποίησή του.

4. Μέ βάση τά παραπάνω καταλαβαίνουμε ὅτι διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος ἀρχίζει οὐσιαστικά καί αὐτό πού ὀνομάζεται στήν ᾽Εκκλησία μας πνευματική ζωή. ῾Ο πιστός ζεῖ τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ζεῖ δηλαδή τόν Χριστό καί ὡς Χριστός, προσπαθώντας ἀδιάκοπα νά κρατάει καθαρή τήν καρδιά του ἀπό τίς ἐπήρειες τοῦ κακοῦ, συνεπῶς νά κρατάει τήν καθαρότητα τοῦ βαπτίσματός του. Αὐτό συνιστᾶ καί τή βίωση τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἤδη ἀπό τόν κόσμο τοῦτο, κατά τά ἀψευδῆ λόγια τοῦ Κυρίου μας: ῾᾽Ιδού ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ὑμῶν ἐστι᾽. Κι ἄν ἔχουμε πολλές μαρτυρίες τῶν ἁγίων τῆς ᾽Εκκλησίας μας περί τῶν θεοπτικῶν ἐμπειριῶν τους, τοῦτο ὀφείλεται στό γεγονός ὅτι ἐξέφραζαν τήν ἐνέργεια τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ τῆς εὑρισκομένης μέσα στήν καρδιά τους καί ἐπεκτεινομένης καί στό ἴδιο τό σῶμα τους. Στήν περίπτωση ὅμως πού λόγω ἀδυναμίας καί ῾δαιμονιώδους λήθης᾽ παρεξέκλιναν ἀπό τή σκοποθεσία τους αὐτή, γενόμενοι ἔτσι ἔρμαια καί πάλι τῶν παθῶν τους καί τῶν ἐπιρροῶν τοῦ Πονηροῦ, ρίχνονταν στή μετάνοια. ῾Η μετάνοια ἦταν καί εἶναι πάντοτε ἡ χάρη πού μᾶς ἀποκαθιστᾶ καί μᾶς ἐπαναφέρει μέ τά δάκρυά της καί πάλι στό σημεῖο τοῦ βαπτίσματός μας, γι᾽ αὐτό καί δεύτερο βάπτισμα χαρακτηρίζεται. Κι εἶναι τόσο σημαντικό τοῦτο, ὥστε τελικῶς ἅγιος στήν ᾽Εκκλησία μας, μέ τό δεδομένο τῶν πτώσεών μας στήν ἁμαρτία καί μετά τό βάπτισμα, εἶναι ὁ μετανοημένος ἁμαρτωλός. Πόση παρηγοριά ὑπάρχει πράγματι γιά ἐμᾶς τούς ταλαίπωρους καί ἀδύναμους ἀνθρώπους στή διδασκαλία τῆς ᾽Εκκλησίας μας ὅτι τό δεύτερο αὐτό βάπτισμα εἶναι ἐπαναλαμβανόμενο, γιατί ὁ Χριστός εἶναι ὁ Πατέρας μας πού ποτέ δέν ῾βαριέται᾽ νά μᾶς συγχωρεῖ!

γ. ῞Οσοι εἴμαστε βαπτισμένοι στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ πρέπει νά παρακαλοῦμε τόν Θεό νά μᾶς ἀνοίγει τά μάτια νά βλέπουμε τή χάρη μέσα στήν ὁποία βρισκόμαστε: εἴμαστε κι ἐμεῖς Χριστός, προέκταση καί ῾ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ᾽ παρουσία Του μέσα στόν κόσμο, Αὐτός ἀποτελεῖ τό ἔνδυμά μας. Συνεπῶς ἡ ζωή μας δέν μπορεῖ νά ξεφεύγει ἀπό τό κύριο γνώρισμα τῆς ζωῆς Αὐτοῦ, τήν ἀγάπη. ῾῾Ο Θεός ἀγάπη ἐστί᾽ – πού λέει ὁ ἅγιος ᾽Ιωάννης ὁ Θεολόγος – εἶναι πιά καί γιά ἐμᾶς. ᾽Εφόσον εἴμαστε μέλη Του, ὀργανικά συνδεδεμένοι μαζί Του, μέσα σ᾽ αὐτό τό ῾ἐστί᾽ περιλαμβανόμαστε καί ἐμεῖς. Κι αὐτό θά πεῖ: ὁ χριστιανός κατανοεῖ τόν ἑαυτό του μόνο ὡς ἀγάπη γιατί εἶναι ἐνδεδυμένος τόν Χριστό, τήν ἐνσαρκωμένη ἀγάπη. Κάθε παρέκκλιση ἀπό αὐτήν σημαίνει ξέσκισμα τοῦ ἐνδύματός του καί ἀπώλεια Χριστοῦ. Τό ἴδιο ἄλλωστε δέν ἔκανε καί ἡ ἁγία μεγαλομάρτυς καί πάνσοφος Αἰκατερίνα, τήν ὁποία ἑορτάζουμε σήμερα καί χάριν τῆς ὁποίας ἀκούστηκε καί τό συγκεκριμένο ἀποστολικό ἀνάγνωσμα; Δέν ἦταν δηλαδή αὐτή πού μέσα σέ ὅλα τά φυσικά της χαρίσματα, ψυχικά καί σωματικά, κατενόησε τό μεγαλύτερο ἐξ ὅλων τῶν χαρισμάτων, τήν ἔνδυσή της ἀπό τόν Κύριο; Καί μπροστά σ᾽ αὐτό τό χάρισμα θυσίασε ὅλα τά ἄλλα. Γι᾽ αὐτό ὅμως καί κέρδισε τά πάντα.

Κυριακή ΙΓ’ Λουκά

  πρωτ. π. Γεωργίου ΔορμπαράκηΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ! ΛΟΥΚΑ
«Διδάσκαλε αγαθέ…».
«Τι με λέγεις αγαθόν; Ουδείς αγαθός, ει μη εις∙ ο Θεός»
α. Μία αξιολογική κρίση για τον Ίδιο και μία ερώτηση περί της αιώνιας ζωής δέχεται ο Κύριος από έναν άρχοντα, στο σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα του Λουκά, το οποίο είναι καθ’  όλα ίδιο – πλην της προσθήκης  ότι πρόκειται περί πλουσίου νεαρού – με το αντίστοιχο ευαγγέλιο του  Ματθαίου. Και προξενεί εντύπωση  το γεγονός ότι ο Κύριος δεν μένει μόνο στο θεωρούμενο βασικό ερώτημα – ποιο ερώτημα μπορεί να θεωρηθεί πιο ουσιαστικό από αυτό της αιώνιας ζωής; – αλλά σχολιάζει και την κρίση γι’  Αυτόν: «Διδάσκαλε αγαθέ». Γιατί άραγε; Ποιος ο λόγος ο Κύριος να μην αφήσει κατά μέρος την προσφώνησή Του από τον προσελθόντα άρχοντα;
β. 1. Ο Κύριος καταρχάς δεν αμφισβητεί τον ρόλο Του ως διδασκάλου. Δεν σχολιάζει το γεγονός ότι πράγματι ήλθε στον κόσμο και ως Διδάσκαλος. Όλοι όσοι Τον προσήγγιζαν, όντως Τον αποδέχονταν με τον συγκεκριμένο τρόπο, χωρίς ο Κύριος να απορρίπτει τη συγκεκριμένη Του ιδιότητα. Κι είναι ευνόητο: ήταν ο Ίδιος ο Λόγος του Θεού, που και ως άνθρωπος λειτούργησε με τον συγκεκριμένο τρόπο. «Εγώ ήλθον ίνα μαρτυρήσω τη αληθεία». «Με αποκαλείτε Διδάσκαλο και Κύριο. Και πράγματι είμαι». Ο λόγος συνεπώς και η διδασκαλία Του περιέκλειε την παντοδυναμία του Θεού, ήταν το όχημα, θα έλεγε κανείς, να καλέσει η χάρη του Θεού την καρδιά του ανθρώπου, ή, με τη διατύπωση του αποστόλου Παύλου, το ευαγγέλιό Του ήταν και είναι  «η δύναμις του Θεού εις σωτηρίαν παντί τω πιστεύοντι». Το «ουδέποτε ελάλησεν άνθρωπος ως ούτος ο άνθρωπος» θα αποτελεί πάντοτε σε όλους τους αιώνες την αντίδραση των ακροατών Του, ακόμη και των θεωρουμένων αρνητών και εχθρών Του. Και βεβαίως, ως γνωστόν, ο Κύριος λειτουργούσε ως διδάσκαλος και μέσα από τα θαύματά Του. Τα θαύματά Του δεν ήταν «μαγικά», προς θάμπωμα των ανθρώπων, αλλά άλλου είδους φανέρωση και μαρτυρία της νέας πραγματικότητας που έφερνε στον κόσμο.
2. Η αντίδρασή Του είναι για τον χρωματισμό που δίδει σ’  Αυτόν ως διδάσκαλο ο προσελθών άρχων: «Τι με λέγεις αγαθόν;» Για να συμπληρώσει με ό,τι αποκαλύπτει για την έννοια του αγαθού η Παλαιά Διαθήκη: «ουδείς αγαθός, ει μη εις, ο Θεός». Το δεύτερος σκέλος, η αξιωματική θέση ότι ο Θεός είναι ο μόνος αγαθός φωτίζει την άρνηση της αποδοχής του χαρακτηρισμού και για τον Ίδιο. Τι θέλουμε να πούμε; Ο Κύριος προφανώς δεν αρνείται αυτό που ήλθε να φανερώσει: ότι είναι ο ενανθρωπήσας Θεός. Αλλά η φανέρωση αυτή γινόταν σταδιακά, διότι απαιτούσε την ανάλογη πίστη των ανθρώπων. Ας θυμηθούμε ότι και οι μαθητές Του, ακόμη δε και η ίδια η Παναγία Μητέρα Του, δεν έφτασαν στο σημείο αυτό φωτισμού – να Τον πιστεύουν και ως Θεό – παρά μόνον μετά την Ανάληψή Του, κατά την ημέρα της Πεντηκοστής. Με τη δύναμη της επιφοιτήσεως του Αγίου Πνεύματος θα διανοίγονταν τα μάτια της ψυχής τους, για να Τον δουν στην ολοκληρία Του: τον Θεό που ενανθρώπησε. Ακόμη και η ομολογία του αποστόλου Πέτρου ότι είναι ο Υιός του Θεού του ζώντος, λίγο καιρό προ των Παθών Του, ήταν μία περιστασιακή ομολογία, η οποία μετά από λίγο θα γινόταν τριπλή άρνηση. Και περισσότερο: η αποκάλυψη της θεϊκής Του δόξας στο όρος Θαβώρ στους «προκρίτους» των μαθητών Του, τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, θα συνοδευόταν από την εντολή να μην πουν τίποτε για όσα είδαν και άκουσαν, παρά μόνον μετά την εκ νεκρών Ανάστασή Του.
3. Έτσι, η ερωτηματική άρνησή Του ότι είναι  και Αυτός αγαθός αποτελεί το προστατευτικό κάλυμμα σ’ εκείνον – τον άρχοντα, αλλά και όλους τους ακροατές Του της ώρας εκείνης – που έτσι κι αλλιώς δεν Τον προσήγγισε ως τον Μεσσία  και που δεν είχε τους ανάλογους οφθαλμούς και τη δύναμη να Τον αποδεχτεί ως Θεό, πολλώ μάλλον που η εξέλιξη του διαλόγου απέδειξε και τη μη γνησιότητα της αναζήτησης του άρχοντα: στην υπόδειξη του Κυρίου να Τον ακολουθήσει για να βρει το «ένα που του έλειπε», ώστε να κερδίσει την αιώνια ζωή, με απόρριψη του βάρους του πλούτου του, εκείνος «απήλθε λυπούμενος». Διότι προφανώς η αγάπη για τα πλούτη του ήταν μεγαλύτερη από την αγάπη του για τον Θεό. Η πλάγια αυτή άρνηση του Κυρίου ότι είναι αγαθός, γι’ αυτούς που δεν μπορούν να Τον δουν ως Θεό, θυμίζει την περίπτωση του Μωυσή, όταν κατέβηκε από το όρος Σινά με τις πλάκες του Νόμου: είχε κάλυμμα στο πρόσωπό του, διότι οι συμπατριώτες του αδυνατούσαν να αντέξουν τη λάμψη που εξέπεμπε. Αντιστοίχως λοιπόν και ο Κύριος: δρα με τρόπο φιλάνθρωπο, προκειμένου να προστατέψει τους αδύναμους πνευματικούς οφθαλμούς του προσελθόντος σ’ αυτόν άρχοντα.
4. Είπαμε όμως ότι ο Κύριος προσανατολίζει στον μόνο Αγαθό, τον αληθινό Θεό. «Ουδείς αγαθός, ει μη εις, ο Θεός». Μία αλήθεια που καταλαβαίνει κανείς τη σημασία της, όταν σκεφτεί ότι όλες οι φιλοσοφίες και οι προβληματισμοί του ανθρώπου στο διάβα των αιώνων το περί αγαθού ερώτημα είχαν ως επίκεντρο των αναζητήσεών τους. Διότι ανάλογα με το τι προσδιόριζε κανείς ως αγαθό, αντιστοίχως καθόριζε και το πρακτέο της ζωής του. Με άλλα λόγια, η αξιολογία – ο λόγος περί του αγαθού – οδηγούσε και στην ανάλογη δεοντολογία. Δύο απλά παραδείγματα νομίζουμε μπορούν να φωτίσουν τα πράγματα. Το ένα: Ο άφρων πλούσιος της προηγουμένης Κυριακής – που σημειωτέον στο βάθος δεν διαφέρει και πολύ από τον σημερινό άρχοντα – ως αγαθό της ζωής του είχε τα πλούτη του και τα υλικά αγαθά του. Η αξιολογία του αυτή: ο πλούτος είναι ό,τι αξίζει στη ζωή, τον οδήγησε και στην ανάλογη πράξη: να είναι ένας ατομιστής, που δεν βλέπει τίποτε στη ζωή του πέρα από τον εαυτό του. Κι από την άλλη: Ο Ζακχαίος του γνωστού περιστατικού της Καινής Διαθήκης, πλούσιος και αυτός, έχει διαφορετική αξιολογική κλίμακα. Η συνάντησή του με τον Κύριο αλλάζει τις προτεραιότητές του και αγαθό γι’ αυτόν γίνεται ο Θεός και το θέλημά Του. Η πράξη έπειτα της ζωής του επιβεβαιώνει την αλλαγή: αποκαθιστά τις αδικίες που είχε διαπράξει, μοιράζει την περιουσία του στους πτωχούς.
Έτσι, ο τονισμός από τον Κύριο του Θεού ως του μόνου Αγαθού προσανατολίζει τον άνθρωπο σ’  Εκείνον που (πρέπει να) συνιστά κέντρο της ζωής του και κινητήρια δύναμη των ενεργειών του. Είναι σαν να υπενθυμίζει ο Κύριος ότι ο Θεός δεν είναι το περιθώριο της ζωής, αλλά η βάση και το θεμέλιο, η πηγή όλων των αξιών, αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα ότι ο άνθρωπος δεν είναι ο ίδιος αγαθός, δηλαδή δεν είναι και δεν μπορεί να είναι η αξιακή αναφορά του κόσμου, μπορεί όμως να γίνει αγαθός, στο βαθμό που αποδέχεται τον αγαθό Θεό και σχετίζεται με Αυτόν.

γ. Ως χριστιανοί είμαστε σε προνομιούχο θέση: πιστεύουμε στον Χριστό, ως Θεό και άνθρωπο, συνεπώς Τον θεωρούμε ως τον όντως Αγαθό, την μόνη και απόλυτη αξία της ζωής μας. Όλη η εκκλησιαστική ζωή πλέκεται γύρω από αυτήν την πραγματικότητα, που καθορίζει και την πορεία μας ως χριστιανών. Είμαστε όμως, ακριβώς για τον ίδιο λόγο, και στη δεινότερη θέση: αν δεν γινόμαστε μαζί Του αγαθοί, αν δεν είμαστε κι εμείς ως μέλη Του αγαθοί, σημαίνει ότι δεν έχουμε καμία πραγματική σχέση μ’  Εκείνον. Και αγαθός, κατά το πρότυπο του Κυρίου, θα πει: άνθρωπος πίστεως και αγάπης προς τον Θεό, άνθρωπος πίστεως και αγάπης προς τον συνάνθρωπο. Αγαθός μ’  ένα λόγο γίνεται εκείνος που διαπνέεται πραγματικά από αγάπη, διότι ο φύσει Αγαθός, ο Θεός, «αγάπη εστί».

Σχολιάστε